- παράσιμος
- παράσῑμος, ον,A = ὑπόσιμος, Cat.Cod.Astr.7.91.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παράσιμος — ον, Α αυτός που έχει λίγο πεπλατυσμένη μύτη, ο ελαφρώς πλατομύτης, πλακουτσομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σιμός «αυτός που έχει πλατιά μύτη, πλάκουτσομύτης» (πρβλ. υπό σιμος)] … Dictionary of Greek